- βρομιάς
- βρομιάς, η (Α)1. θηλ. του επιθ. βρόμιος (II) *2. ως ουσ. ονομασία μεγάλου ποτηριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βρομίας — Βρομίᾱς , Βρόμιος sounding fem acc pl Βρομίᾱς , Βρόμιος sounding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομίας — βρομίᾱς , βρόμιος sounding fem acc pl βρομίᾱς , βρόμιος sounding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομιάδι — βρομιάς large cup fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομιάδος — βρομιάς large cup fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπαρότητα — η / ῥυπαρότης, ητος, ΝΑ [ῥυπαρός] νεοελλ. 1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο 2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες») 3. μτφ. η ιδιότητα τού ανήθικου, φαυλότητα αρχ. αγένεια… … Dictionary of Greek